Ο Κώστας Χρονόπουλος μετρά ήδη τρεις διαδοχικές παρουσίες στη δισκογραφία και πέντε και πλέον χρόνια πορείας στα μουσικά πράγματα.
Ο νέος του και τρίτος κατά σειρά δίσκος με τον τίτλο «Καληνύχτα Barney» είναι ήδη στα ράφια των δισκοπωλείων και τραγούδια του ακούγονται στο ραδιόφωνο. Λίγες μέρες μετά το πολύ πετυχημένο live του στο Κύτταρο με πολλούς φίλους επί σκηνής, τον φιλοξενούμε στον Ορφέα για να μας μιλήσει για τη σχέση του με τη μουσική, για τα δικά του τραγούδια, για τον Barney, για το πως ζει το σήμερα στην ελληνική πραγματικότητα, για το αν φοβάται το αύριο. Ακούστε τι έχει να πει και τι να τραγουδήσει …
Σπουδάσατε εικόνα και ήχο αλλά τελικά καταλήξατε να συνθέτετε εικόνες και ήχους μέσα από τη μουσική. Πως έγινε αυτό;
Κ.Χ.: Η αρχή έγινε με τα τραγούδια του «Σαν μια φωτογραφία». Δεν υπήρχε η σκέψη για δισκογραφία. Υπήρχαν τα τραγούδια και μαζί με το Κώστα Μαυρίδακη προσπαθήσαμε να τα ενορχηστρώσουμε στο δωμάτιο μου που είχα ένα Η/Υ και δυο ηχεία απο το στερεοφωνικό. Μετά από ατελείωτες πραγματικά ώρες και προσπάθειες τα τραγούδια είχαν βρει σιγά σιγά το δρόμο τους. Το επόμενο βήμα ήταν το στούντιο. Ήμουν πραγματικά τυχερός γιατί ένας απο τους φίλους μου είχε πραγματικό στούντιο ηχογραφήσεων. Αυτός ο φίλος είναι ο Δημήτρης Καρράς που με την οικονομική διευκόλυνση και την καλύτερη τιμή που μου έκανε για τις ώρες στο στούντιο κατάφερα μαζί με τον Κώστα και τον Βαγγέλη Καραπέτρο να ολοκληρώσω τα τραγούδια. Τα έστειλα σε όλες τις εταιρείες. Απάντηση θετική πήρα και έτσι τον Απρίλιο του 2005 κυκλοφόρησε ο πρώτος μου δίσκος.
Είστε αυτοδίδακτος στη μουσική. Mήπως τελικά αυτό που για κάποιους μπορεί να θεωρηθεί τροχοπέδη, μπορεί για κάποιους άλλους, όπως εσείς, να γίνει πηγή έμπνευσης και αυθεντικότητας;
Κ.Χ.: Μάλλον. Δεν είμαι σίγουρος. Σίγουρα πρέπει να έχεις πίστη και πάθος.
Είστε νέος κι όμως μετράτε τρεις προσωπικούς δίσκους («Δεν έχω ιδέα - 2007» και «Σαν μία φωτογραφία - 2005») μαζί με το νέο σας δίσκο («Καληνύχτα Barney») και πολλές ακόμη συνεργασίες με σημαντικούς ανθρώπους του χώρου. Πως ήταν αυτή η ως τώρα διαδρομή;
Κ.Χ.: Αρκετά ευχάριστη και αρκετά δύσκολη.
Συστήστε μας τον Barney.
Κ.Χ.: Ο Barney ήταν μια σειρά κινουμένων σχεδίων του 1939 και η μόνιμη επιδίωξη του κεντρικού χαρακτήρα ήταν η ειρήνη και η ησυχία.
«Πέρασαν χρόνια / ίδια σαγόνια / ίδιοι ανθρώποι να μιλούν / ίδιοι ανθρώποι κυβερνούν». Κάπως έτσι ξεκινά το τελευταίο και ομότιτλο τραγούδι του δίσκου σας. Δεν είναι λίγο απαισιόδοξο αυτό;
Κ.Χ.: Δυστυχώς είναι η αλήθεια.
Γεννηθήκατε στην Αθήνα, ζείτε στην Αθήνα, μπορεί να διακρίνει κανείς τους «ήχους» της μεγαλούπολης μέσα στα τραγούδια σας. Θεωρείτε τον εαυτό σας ένα μοναχικό τροβαδούρο της πόλης;
Κ.Χ.: Θεωρώ τον εαυτό μου μέλος μιας μεγάλης παρέας, που μέσα από τη μουσική, επικοινωνούν, μοιράζονται, ταξιδεύουν, ανταλλάσσουν συναισθήματα.
Η ερώτηση είναι κοινότοπη και συνηθισμένη, αλλά η απάντηση είναι αυτό που μετράει και προφανώς ο κάθε δημιουργός έχει κάτι να πει. Πως βλέπετε το τραγούδι σήμερα; Υπάρχει χώρος, χρόνος και δρόμος για τους νέους καλλιτέχνες;
Κ.Χ.: Προσωπικά ακούω πολύ όμορφα τραγούδια. Συνέχεια κυκλοφορούν πολύ καλοί δίσκοι. Φιλότιμες, ειλικρινείς προσπάθειες. Η μουσική δεν έχει τέλος. Πάντα θα υπάρχει χώρος. Το δρόμο και το χρόνο ο καθένας τον βρίσκει μόνος του. Όλοι είμαστε «οχήματα μεταφοράς». Ο προορισμός αλλάζει.
Για την τηλεόραση δεν τολμώ να ρωτήσω, έχει πάρει, νομίζω, το στραβό το δρόμο. Το ραδιόφωνο βοηθάει τους καλλιτέχνες; Προβάλλει το έργο τους χωρίς στεγανά και αγκυλώσεις; Ή τελικά μονόδρομος είναι πια το διαδίκτυο;
Κ.Χ.: Δεν μ’αρέσει να μιζεριάζω, να ισοπεδώνω τα πάντα. Δεν γίνεται η μουσική μας να αρέσει σε όλους και φυσικά δεν γίνεται όποτε ανοίγουμε το ραδιόφωνο να ακούμε τραγούδια μας. Ακούω ότι παλιότερα υπήρχε ρομαντισμός, μεράκι στο ραδιόφωνο. Ίσως και οι επόμενες γενιές να λένε τα ίδια για την εποχή μας.
Τραγουδήσατε προ διετίας στον προηγούμενο δίσκο σας «Λαχταρώ να βγει ο ήλιος να ζεστάνει την ψυχή μου». Νομίζετε πως είναι αυτό ακριβώς που νιώθουν και βιώνουν οι άνθρωποι σήμερα; Η μουσική έχει τη δύναμη να μας βγάλει από την παγωνιά και την αποξένωση;
Κ.Χ.: Η τραγουδοποιϊα πολλές φορές λειτουργεί λυτρωτικά και για τον δημιουργό και για τον ακροατή.
Ποιο χώρο θεωρείτε πιο πολύ «σπίτι» σας; Το στούντιο ή τη σκηνή;
Κ.Χ.: Το στούντιο γιατί εκεί περνάω τις περισσότερες ώρες. Είτε για ηχογράφηση είτε για πρόβα. Τις ζωντανές εμφανίσεις τις απολαμβάνω. Σου δίνεται η ευκαιρία να επικοινωνήσεις και να ανταλλάξεις συναισθήματα με διαφορετικό τρόπο από ότι σου δίνεται με την ηχογράφηση ενός δίσκου.